Jump to content

αποχαυνωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποχαυνωτικός (apochavnotikósm (feminine αποχαυνωτική, neuter αποχαυνωτικό)

  1. enervating, debilitating, torporific

Declension

[edit]
Declension of αποχαυνωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποχαυνωτικός (apochavnotikós) αποχαυνωτική (apochavnotikí) αποχαυνωτικό (apochavnotikó) αποχαυνωτικοί (apochavnotikoí) αποχαυνωτικές (apochavnotikés) αποχαυνωτικά (apochavnotiká)
genitive αποχαυνωτικού (apochavnotikoú) αποχαυνωτικής (apochavnotikís) αποχαυνωτικού (apochavnotikoú) αποχαυνωτικών (apochavnotikón) αποχαυνωτικών (apochavnotikón) αποχαυνωτικών (apochavnotikón)
accusative αποχαυνωτικό (apochavnotikó) αποχαυνωτική (apochavnotikí) αποχαυνωτικό (apochavnotikó) αποχαυνωτικούς (apochavnotikoús) αποχαυνωτικές (apochavnotikés) αποχαυνωτικά (apochavnotiká)
vocative αποχαυνωτικέ (apochavnotiké) αποχαυνωτική (apochavnotikí) αποχαυνωτικό (apochavnotikó) αποχαυνωτικοί (apochavnotikoí) αποχαυνωτικές (apochavnotikés) αποχαυνωτικά (apochavnotiká)
[edit]

Further reading

[edit]