Jump to content

αποφαντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποφαντικός (apofantikósm (feminine αποφαντική, neuter αποφαντικό)

  1. assertoric

Declension

[edit]
Declension of αποφαντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποφαντικός (apofantikós) αποφαντική (apofantikí) αποφαντικό (apofantikó) αποφαντικοί (apofantikoí) αποφαντικές (apofantikés) αποφαντικά (apofantiká)
genitive αποφαντικού (apofantikoú) αποφαντικής (apofantikís) αποφαντικού (apofantikoú) αποφαντικών (apofantikón) αποφαντικών (apofantikón) αποφαντικών (apofantikón)
accusative αποφαντικό (apofantikó) αποφαντική (apofantikí) αποφαντικό (apofantikó) αποφαντικούς (apofantikoús) αποφαντικές (apofantikés) αποφαντικά (apofantiká)
vocative αποφαντικέ (apofantiké) αποφαντική (apofantikí) αποφαντικό (apofantikó) αποφαντικοί (apofantikoí) αποφαντικές (apofantikés) αποφαντικά (apofantiká)

Further reading

[edit]