Jump to content

αποτυφλωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποτυφλωτικός (apotyflotikósm (feminine αποτυφλωτική, neuter αποτυφλωτικό)

  1. blinding

Declension

[edit]
Declension of αποτυφλωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποτυφλωτικός (apotyflotikós) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)
genitive αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) αποτυφλωτικής (apotyflotikís) αποτυφλωτικού (apotyflotikoú) αποτυφλωτικών (apotyflotikón) αποτυφλωτικών (apotyflotikón) αποτυφλωτικών (apotyflotikón)
accusative αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικούς (apotyflotikoús) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)
vocative αποτυφλωτικέ (apotyflotiké) αποτυφλωτική (apotyflotikí) αποτυφλωτικό (apotyflotikó) αποτυφλωτικοί (apotyflotikoí) αποτυφλωτικές (apotyflotikés) αποτυφλωτικά (apotyflotiká)
[edit]

Further reading

[edit]