Jump to content

αποτοίχιση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποτοίχιση (apotoíchisif (plural αποτοιχίσεις)

  1. (archaeology) wall-painting removal (for preservation)

Declension

[edit]
Declension of αποτοίχιση
singular plural
nominative αποτοίχιση (apotoíchisi) αποτοιχίσεις (apotoichíseis)
genitive αποτοίχισης (apotoíchisis) αποτοιχίσεων (apotoichíseon)
accusative αποτοίχιση (apotoíchisi) αποτοιχίσεις (apotoichíseis)
vocative αποτοίχιση (apotoíchisi) αποτοιχίσεις (apotoichíseis)

Older or formal genitive singular: αποτοιχίσεως (apotoichíseos)

[edit]

Further reading

[edit]