αποτοίχιση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αποτοίχιση • (apotoíchisi) f (plural αποτοιχίσεις)
- (archaeology) wall-painting removal (for preservation)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποτοίχιση (apotoíchisi) | αποτοιχίσεις (apotoichíseis) |
genitive | αποτοίχισης (apotoíchisis) | αποτοιχίσεων (apotoichíseon) |
accusative | αποτοίχιση (apotoíchisi) | αποτοιχίσεις (apotoichíseis) |
vocative | αποτοίχιση (apotoíchisi) | αποτοιχίσεις (apotoichíseis) |
Older or formal genitive singular: αποτοιχίσεως (apotoichíseos)
Related terms
[edit]- see: τοιχογραφία f (toichografía, “wall-painting”)
Further reading
[edit]- Τοιχογραφία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- αποτοίχιση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language