αποτινάχτηκα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Verb
[edit]αποτινάχτηκα • (apotináchtika)
- 1st person singular simple past passive form of αποτινάζομαι (apotinázomai) passive of αποτινάζω.
αποτινάχτηκα • (apotináchtika)