αποτίναξη
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποτίναξη • (apotínaxi) f (plural αποτινάξεις)
Declension
[edit]Declension of αποτίναξη
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποτίναξη • | αποτινάξεις • | |
genitive | αποτίναξης • | αποτινάξεων • | |
accusative | αποτίναξη • | αποτινάξεις • | |
vocative | αποτίναξη • | αποτινάξεις • | |
Older or formal genitive singular: αποτινάξεως • |
Related terms
[edit]- αποτινάζω (apotinázo, “to get rid of”)
Further reading
[edit]- αποτίναξη, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language