Jump to content

αποσχιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποσχιστικός (aposchistikósm (feminine αποσχιστική, neuter αποσχιστικό)

  1. secessionist

Declension

[edit]
Declension of αποσχιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσχιστικός (aposchistikós) αποσχιστική (aposchistikí) αποσχιστικό (aposchistikó) αποσχιστικοί (aposchistikoí) αποσχιστικές (aposchistikés) αποσχιστικά (aposchistiká)
genitive αποσχιστικού (aposchistikoú) αποσχιστικής (aposchistikís) αποσχιστικού (aposchistikoú) αποσχιστικών (aposchistikón) αποσχιστικών (aposchistikón) αποσχιστικών (aposchistikón)
accusative αποσχιστικό (aposchistikó) αποσχιστική (aposchistikí) αποσχιστικό (aposchistikó) αποσχιστικούς (aposchistikoús) αποσχιστικές (aposchistikés) αποσχιστικά (aposchistiká)
vocative αποσχιστικέ (aposchistiké) αποσχιστική (aposchistikí) αποσχιστικό (aposchistikó) αποσχιστικοί (aposchistikoí) αποσχιστικές (aposchistikés) αποσχιστικά (aposchistiká)
[edit]