αποσυναρμολογώ
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσυναρμολογώ • (aposynarmologó) (past αποσυναρμολόγησα, passive αποσυναρμολογούμαι, ppp αποσυναρμολογημένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποσυναρμολόγηση f (aposynarmológisi, “dismantling”)
Further reading
[edit]- αποσυναρμολογώ, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language