αποσυναρμολογούμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποσυναρμολογούμαι • (aposynarmologoúmai) passive (past αποσυναρμολογήθηκα, ppp αποσυναρμολογημένος, active αποσυναρμολογώ)
- passive of αποσυναρμολογώ (aposynarmologó)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form