αποσυνάγωγος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποσυνάγωγος • (aposynágogos) m (feminine αποσυνάγωγη, neuter αποσυνάγωγο)
- ostracised (UK), ostracized (US), excommunicated
- (Judaism) excluded from the synagogue
Declension
[edit]Declension of αποσυνάγωγος
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσυνάγωγοςος • | αποσυνάγωγοςη • | αποσυνάγωγοςο • | αποσυνάγωγοςοι • | αποσυνάγωγοςες • | αποσυνάγωγοςα • |
genitive | αποσυνάγωγοςου • | αποσυνάγωγοςης • | αποσυνάγωγοςου • | αποσυνάγωγοςων • | αποσυνάγωγοςων • | αποσυνάγωγοςων • |
accusative | αποσυνάγωγοςο • | αποσυνάγωγοςη • | αποσυνάγωγοςο • | αποσυνάγωγοςους • | αποσυνάγωγοςες • | αποσυνάγωγοςα • |
vocative | αποσυνάγωγοςε • | αποσυνάγωγοςη • | αποσυνάγωγοςο • | αποσυνάγωγοςοι • | αποσυνάγωγοςες • | αποσυνάγωγοςα • |
Further reading
[edit]- αποσυνάγωγος, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language