Jump to content

αποστομωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποστομωτικός (apostomotikósm (feminine αποστομωτική, neuter αποστομωτικό)

  1. irrefutable, unanswerable
  2. disarming

Declension

[edit]
Declension of αποστομωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποστομωτικός (apostomotikós) αποστομωτική (apostomotikí) αποστομωτικό (apostomotikó) αποστομωτικοί (apostomotikoí) αποστομωτικές (apostomotikés) αποστομωτικά (apostomotiká)
genitive αποστομωτικού (apostomotikoú) αποστομωτικής (apostomotikís) αποστομωτικού (apostomotikoú) αποστομωτικών (apostomotikón) αποστομωτικών (apostomotikón) αποστομωτικών (apostomotikón)
accusative αποστομωτικό (apostomotikó) αποστομωτική (apostomotikí) αποστομωτικό (apostomotikó) αποστομωτικούς (apostomotikoús) αποστομωτικές (apostomotikés) αποστομωτικά (apostomotiká)
vocative αποστομωτικέ (apostomotiké) αποστομωτική (apostomotikí) αποστομωτικό (apostomotikó) αποστομωτικοί (apostomotikoí) αποστομωτικές (apostomotikés) αποστομωτικά (apostomotiká)
[edit]

Further reading

[edit]