Jump to content

αποστολικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποστολικός (apostolikósm (feminine αποστολική, neuter αποστολικό)

  1. apostolic

Declension

[edit]
Declension of αποστολικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποστολικός (apostolikós) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικοί (apostolikoí) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)
genitive αποστολικού (apostolikoú) αποστολικής (apostolikís) αποστολικού (apostolikoú) αποστολικών (apostolikón) αποστολικών (apostolikón) αποστολικών (apostolikón)
accusative αποστολικό (apostolikó) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικούς (apostolikoús) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)
vocative αποστολικέ (apostoliké) αποστολική (apostolikí) αποστολικό (apostolikó) αποστολικοί (apostolikoí) αποστολικές (apostolikés) αποστολικά (apostoliká)
[edit]

Further reading

[edit]