αποστερούμαι
Appearance
See also: ἀποστεροῦμαι
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]- IPA(key): /a.po.steˈru.me/
- Hyphenation: α‧πο‧στε‧ρού‧μαι
- Homophone: αποστερούμε (aposteroúme)
Verb
[edit]αποστερούμαι • (aposteroúmai) passive (past αποστερήθηκα, ppp αποστερημένος, active αποστερώ)
- passive of αποστερώ (aposteró) to be dispossessed
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form