αποστάτισσα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποστάτισσα • (apostátissa) f (plural αποστάτισσες, masculine αποστάτης)
- apostate (female)
- Synonym: αποστάτρια (apostátria)
Declension
[edit]Declension of αποστάτισσα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποστάτισσα • | αποστάτισσες • |
genitive | αποστάτισσας • | αποστατισσών • |
accusative | αποστάτισσα • | αποστάτισσες • |
vocative | αποστάτισσα • | αποστάτισσες • |
Related terms
[edit]- see: αποστατώ (apostató, “to defect”)