Jump to content

αποσκληρυντικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποσκληρυντικός (aposkliryntikósm (feminine αποσκληρυντική, neuter αποσκληρυντικό)

  1. relating to water softening

Declension

[edit]
Declension of αποσκληρυντικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσκληρυντικός (aposkliryntikós) αποσκληρυντική (aposkliryntikí) αποσκληρυντικό (aposkliryntikó) αποσκληρυντικοί (aposkliryntikoí) αποσκληρυντικές (aposkliryntikés) αποσκληρυντικά (aposkliryntiká)
genitive αποσκληρυντικού (aposkliryntikoú) αποσκληρυντικής (aposkliryntikís) αποσκληρυντικού (aposkliryntikoú) αποσκληρυντικών (aposkliryntikón) αποσκληρυντικών (aposkliryntikón) αποσκληρυντικών (aposkliryntikón)
accusative αποσκληρυντικό (aposkliryntikó) αποσκληρυντική (aposkliryntikí) αποσκληρυντικό (aposkliryntikó) αποσκληρυντικούς (aposkliryntikoús) αποσκληρυντικές (aposkliryntikés) αποσκληρυντικά (aposkliryntiká)
vocative αποσκληρυντικέ (aposkliryntiké) αποσκληρυντική (aposkliryntikí) αποσκληρυντικό (aposkliryntikó) αποσκληρυντικοί (aposkliryntikoí) αποσκληρυντικές (aposkliryntikés) αποσκληρυντικά (aposkliryntiká)
[edit]

Further reading

[edit]