αποσκληρυντικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποσκληρυντικός • (aposkliryntikós) m (feminine αποσκληρυντική, neuter αποσκληρυντικό)
- relating to water softening
Declension
[edit]Declension of αποσκληρυντικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποσκληρυντικός • | αποσκληρυντική • | αποσκληρυντικό • | αποσκληρυντικοί • | αποσκληρυντικές • | αποσκληρυντικά • |
genitive | αποσκληρυντικού • | αποσκληρυντικής • | αποσκληρυντικού • | αποσκληρυντικών • | αποσκληρυντικών • | αποσκληρυντικών • |
accusative | αποσκληρυντικό • | αποσκληρυντική • | αποσκληρυντικό • | αποσκληρυντικούς • | αποσκληρυντικές • | αποσκληρυντικά • |
vocative | αποσκληρυντικέ • | αποσκληρυντική • | αποσκληρυντικό • | αποσκληρυντικοί • | αποσκληρυντικές • | αποσκληρυντικά • |
Related terms
[edit]- see: αποσκληρύνω (aposklirýno, “I soften, I harden”)
Further reading
[edit]- “αποσκληρυντικός”, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998