Jump to content

αποσβεστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποσβεστικός (aposvestikósm (feminine αποσβεστική, neuter αποσβεστικό)

  1. relating to: depreciation, amortisation (UK), amortization (US)

Declension

[edit]
Declension of αποσβεστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποσβεστικός (aposvestikós) αποσβεστική (aposvestikí) αποσβεστικό (aposvestikó) αποσβεστικοί (aposvestikoí) αποσβεστικές (aposvestikés) αποσβεστικά (aposvestiká)
genitive αποσβεστικού (aposvestikoú) αποσβεστικής (aposvestikís) αποσβεστικού (aposvestikoú) αποσβεστικών (aposvestikón) αποσβεστικών (aposvestikón) αποσβεστικών (aposvestikón)
accusative αποσβεστικό (aposvestikó) αποσβεστική (aposvestikí) αποσβεστικό (aposvestikó) αποσβεστικούς (aposvestikoús) αποσβεστικές (aposvestikés) αποσβεστικά (aposvestiká)
vocative αποσβεστικέ (aposvestiké) αποσβεστική (aposvestikí) αποσβεστικό (aposvestikó) αποσβεστικοί (aposvestikoí) αποσβεστικές (aposvestikés) αποσβεστικά (aposvestiká)
[edit]