αποσαρίδι
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποσαρίδι • (aposarídi) n (plural αποσαρίδια)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποσαρίδι (aposarídi) | αποσαρίδια (aposarídia) |
genitive | αποσαριδιού (aposaridioú) | αποσαριδιών (aposaridión) |
accusative | αποσαρίδι (aposarídi) | αποσαρίδια (aposarídia) |
vocative | αποσαρίδι (aposarídi) | αποσαρίδια (aposarídia) |