αποσαρίδι

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποσαρίδι (aposarídin (plural αποσαρίδια)

  1. (in the plural) sweepings
    Synonym: σκουπίδια (skoupídia)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποσαρίδι (aposarídi) αποσαρίδια (aposarídia)
genitive αποσαριδιού (aposaridioú) αποσαριδιών (aposaridión)
accusative αποσαρίδι (aposarídi) αποσαρίδια (aposarídia)
vocative αποσαρίδι (aposarídi) αποσαρίδια (aposarídia)