Jump to content

αποπροσωποποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπροσωποποίηση (apoprosopopoíisif (plural αποπροσωποποιήσεις)

  1. depersonalisation (UK), depersonalization (US)

Declension

[edit]
Declension of αποπροσωποποίηση
singular plural
nominative αποπροσωποποίηση (apoprosopopoíisi) αποπροσωποποιήσεις (apoprosopopoiíseis)
genitive αποπροσωποποίησης (apoprosopopoíisis) αποπροσωποποιήσεων (apoprosopopoiíseon)
accusative αποπροσωποποίηση (apoprosopopoíisi) αποπροσωποποιήσεις (apoprosopopoiíseis)
vocative αποπροσωποποίηση (apoprosopopoíisi) αποπροσωποποιήσεις (apoprosopopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αποπροσωποποιήσεως (apoprosopopoiíseos)

[edit]