Jump to content

αποπροσανατολιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποπροσανατολιστικός (apoprosanatolistikósm (feminine αποπροσανατολιστική, neuter αποπροσανατολιστικό)

  1. disorienting, disorientating

Declension

[edit]
Declension of αποπροσανατολιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποπροσανατολιστικός (apoprosanatolistikós) αποπροσανατολιστική (apoprosanatolistikí) αποπροσανατολιστικό (apoprosanatolistikó) αποπροσανατολιστικοί (apoprosanatolistikoí) αποπροσανατολιστικές (apoprosanatolistikés) αποπροσανατολιστικά (apoprosanatolistiká)
genitive αποπροσανατολιστικού (apoprosanatolistikoú) αποπροσανατολιστικής (apoprosanatolistikís) αποπροσανατολιστικού (apoprosanatolistikoú) αποπροσανατολιστικών (apoprosanatolistikón) αποπροσανατολιστικών (apoprosanatolistikón) αποπροσανατολιστικών (apoprosanatolistikón)
accusative αποπροσανατολιστικό (apoprosanatolistikó) αποπροσανατολιστική (apoprosanatolistikí) αποπροσανατολιστικό (apoprosanatolistikó) αποπροσανατολιστικούς (apoprosanatolistikoús) αποπροσανατολιστικές (apoprosanatolistikés) αποπροσανατολιστικά (apoprosanatolistiká)
vocative αποπροσανατολιστικέ (apoprosanatolistiké) αποπροσανατολιστική (apoprosanatolistikí) αποπροσανατολιστικό (apoprosanatolistikó) αποπροσανατολιστικοί (apoprosanatolistikoí) αποπροσανατολιστικές (apoprosanatolistikés) αποπροσανατολιστικά (apoprosanatolistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπροσανατολιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπροσανατολιστικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]