Jump to content

αποποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποποίηση (apopoíisif (plural αποποιήσεις)

  1. refusal, renunciation
  2. (law) disclaimer

Declension

[edit]
Declension of αποποίηση
singular plural
nominative αποποίηση (apopoíisi) αποποιήσεις (apopoiíseis)
genitive αποποίησης (apopoíisis) αποποιήσεων (apopoiíseon)
accusative αποποίηση (apopoíisi) αποποιήσεις (apopoiíseis)
vocative αποποίηση (apopoíisi) αποποιήσεις (apopoiíseis)

Older or formal genitive singular: αποποιήσεως (apopoiíseos)

[edit]