αποπληρώνομαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποπληρώνομαι • (apoplirónomai) passive (past αποπληρώθηκα, ppp αποπληρωμένος, active αποπληρώνω)
- passive of αποπληρώνω (apopliróno)
Conjugation
[edit]- for this verb's full conjugation see the active form