Jump to content

αποπλανητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποπλανητικός (apoplanitikósm (feminine αποπλανητική, neuter αποπλανητικό)

  1. seductive, alluring
  2. misleading, tempting

Declension

[edit]
Declension of αποπλανητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποπλανητικός (apoplanitikós) αποπλανητική (apoplanitikí) αποπλανητικό (apoplanitikó) αποπλανητικοί (apoplanitikoí) αποπλανητικές (apoplanitikés) αποπλανητικά (apoplanitiká)
genitive αποπλανητικού (apoplanitikoú) αποπλανητικής (apoplanitikís) αποπλανητικού (apoplanitikoú) αποπλανητικών (apoplanitikón) αποπλανητικών (apoplanitikón) αποπλανητικών (apoplanitikón)
accusative αποπλανητικό (apoplanitikó) αποπλανητική (apoplanitikí) αποπλανητικό (apoplanitikó) αποπλανητικούς (apoplanitikoús) αποπλανητικές (apoplanitikés) αποπλανητικά (apoplanitiká)
vocative αποπλανητικέ (apoplanitiké) αποπλανητική (apoplanitikí) αποπλανητικό (apoplanitikó) αποπλανητικοί (apoplanitikoí) αποπλανητικές (apoplanitikés) αποπλανητικά (apoplanitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποπλανητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποπλανητικός, etc.)

[edit]