Jump to content

αποπλανητής

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπλανητής (apoplanitísm (plural αποπλανητές, feminine αποπλανήτρια)

  1. seducer
    Synonyms: ξελογιαστής (xelogiastís), πλανευτής (planeftís)

Declension

[edit]
Declension of αποπλανητής
singular plural
nominative αποπλανητής (apoplanitís) αποπλανητές (apoplanités)
genitive αποπλανητή (apoplanití) αποπλανητών (apoplanitón)
accusative αποπλανητή (apoplanití) αποπλανητές (apoplanités)
vocative αποπλανητή (apoplanití) αποπλανητές (apoplanités)
[edit]