αποπερατώνω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αποπερατώνω • (apoperatóno) (past αποπεράτωσα, passive αποπερατώνομαι, ppp αποπερατωμένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αποπεράτωση f (apoperátosi, “completion”)