αποπεμπτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποπεμπτικός • (apopemptikós) m (feminine αποπεμπτική, neuter αποπεμπτικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αποπεμπτικός (apopemptikós) | αποπεμπτική (apopemptikí) | αποπεμπτικό (apopemptikó) | αποπεμπτικοί (apopemptikoí) | αποπεμπτικές (apopemptikés) | αποπεμπτικά (apopemptiká) | |
genitive | αποπεμπτικού (apopemptikoú) | αποπεμπτικής (apopemptikís) | αποπεμπτικού (apopemptikoú) | αποπεμπτικών (apopemptikón) | αποπεμπτικών (apopemptikón) | αποπεμπτικών (apopemptikón) | |
accusative | αποπεμπτικό (apopemptikó) | αποπεμπτική (apopemptikí) | αποπεμπτικό (apopemptikó) | αποπεμπτικούς (apopemptikoús) | αποπεμπτικές (apopemptikés) | αποπεμπτικά (apopemptiká) | |
vocative | αποπεμπτικέ (apopemptiké) | αποπεμπτική (apopemptikí) | αποπεμπτικό (apopemptikó) | αποπεμπτικοί (apopemptikoí) | αποπεμπτικές (apopemptikés) | αποπεμπτικά (apopemptiká) |
Related terms
[edit]- see: αποπέμπω (apopémpo, “to dismiss, to expel”)