Jump to content

αποπάτημα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποπάτημα (apopátiman (plural αποπατήματα)

  1. faeces (UK), feces (US), excrement, shit
    Synonyms: περίττωμα (períttoma), σκατό (skató)
    Coordinate term: κόπρανο (kóprano, stool, coprolite)

Declension

[edit]
Declension of αποπάτημα
singular plural
nominative αποπάτημα (apopátima) αποπατήματα (apopatímata)
genitive αποπατήματος (apopatímatos) αποπατημάτων (apopatimáton)
accusative αποπάτημα (apopátima) αποπατήματα (apopatímata)
vocative αποπάτημα (apopátima) αποπατήματα (apopatímata)
[edit]

Further reading

[edit]