αποναρκοθέτηση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποναρκοθέτηση • (aponarkothétisi) f (plural αποναρκοθετήσεις)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) | αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis) |
genitive | αποναρκοθέτησης (aponarkothétisis) | αποναρκοθετήσεων (aponarkothetíseon) |
accusative | αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) | αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis) |
vocative | αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) | αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis) |
Older or formal genitive singular: αποναρκοθετήσεως (aponarkothetíseos)