αποναρκοθέτηση

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αποναρκοθέτηση (aponarkothétisif (plural αποναρκοθετήσεις)

  1. mine-clearing

Declension

[edit]
singular plural
nominative αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis)
genitive αποναρκοθέτησης (aponarkothétisis) αποναρκοθετήσεων (aponarkothetíseon)
accusative αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis)
vocative αποναρκοθέτηση (aponarkothétisi) αποναρκοθετήσεις (aponarkothetíseis)

Older or formal genitive singular: αποναρκοθετήσεως (aponarkothetíseos)