Jump to content

απομυθοποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απομυθοποίηση (apomythopoíisif (plural απομυθοποιήσεις)

  1. demystification, demythologisation (UK), demythologization (US)
  2. debunking

Declension

[edit]
Declension of απομυθοποίηση
singular plural
nominative απομυθοποίηση (apomythopoíisi) απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis)
genitive απομυθοποίησης (apomythopoíisis) απομυθοποιήσεων (apomythopoiíseon)
accusative απομυθοποίηση (apomythopoíisi) απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis)
vocative απομυθοποίηση (apomythopoíisi) απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis)

Older or formal genitive singular: απομυθοποιήσεως (apomythopoiíseos)

[edit]

Further reading

[edit]