απομυθοποίηση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]απομυθοποίηση • (apomythopoíisi) f (plural απομυθοποιήσεις)
- demystification, demythologisation (UK), demythologization (US)
- debunking
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
genitive | απομυθοποίησης (apomythopoíisis) | απομυθοποιήσεων (apomythopoiíseon) |
accusative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
vocative | απομυθοποίηση (apomythopoíisi) | απομυθοποιήσεις (apomythopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: απομυθοποιήσεως (apomythopoiíseos)
Related terms
[edit]- απομυθοποιώ (apomythopoió, “to demystify”)
Further reading
[edit]- απομυθοποίηση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language