Jump to content

απομυζητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απομυζητικός (apomyzitikósm (feminine απομυζητική, neuter απομυζητικό)

  1. sucking
  2. able to suck

Declension

[edit]
Declension of απομυζητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απομυζητικός (apomyzitikós) απομυζητική (apomyzitikí) απομυζητικό (apomyzitikó) απομυζητικοί (apomyzitikoí) απομυζητικές (apomyzitikés) απομυζητικά (apomyzitiká)
genitive απομυζητικού (apomyzitikoú) απομυζητικής (apomyzitikís) απομυζητικού (apomyzitikoú) απομυζητικών (apomyzitikón) απομυζητικών (apomyzitikón) απομυζητικών (apomyzitikón)
accusative απομυζητικό (apomyzitikó) απομυζητική (apomyzitikí) απομυζητικό (apomyzitikó) απομυζητικούς (apomyzitikoús) απομυζητικές (apomyzitikés) απομυζητικά (apomyzitiká)
vocative απομυζητικέ (apomyzitiké) απομυζητική (apomyzitikí) απομυζητικό (apomyzitikó) απομυζητικοί (apomyzitikoí) απομυζητικές (apomyzitikés) απομυζητικά (apomyzitiká)
[edit]

Further reading

[edit]