Jump to content

απομοναχός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απομοναχός (apomonachósm (feminine απομοναχή, neuter απομοναχό)

  1. Alternative form of απομόναχος (apomónachos)

Declension

[edit]
Declension of απομοναχός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απομοναχός (apomonachós) απομοναχή (apomonachí) απομοναχό (apomonachó) απομοναχοί (apomonachoí) απομοναχές (apomonachés) απομοναχά (apomonachá)
genitive απομοναχού (apomonachoú) απομοναχής (apomonachís) απομοναχού (apomonachoú) απομοναχών (apomonachón) απομοναχών (apomonachón) απομοναχών (apomonachón)
accusative απομοναχό (apomonachó) απομοναχή (apomonachí) απομοναχό (apomonachó) απομοναχούς (apomonachoús) απομοναχές (apomonachés) απομοναχά (apomonachá)
vocative απομοναχέ (apomonaché) απομοναχή (apomonachí) απομοναχό (apomonachó) απομοναχοί (apomonachoí) απομοναχές (apomonachés) απομοναχά (apomonachá)