απομνημόνευμα
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀπομνημόνευμα (apomnēmóneuma, “memorial”).
Noun
[edit]απομνημόνευμα • (apomnimónevma) n (plural απομνημονεύματα) (more often in the plural)
- (literature) memoir
- (in the plural) memoirs, autobiography
Declension
[edit]Declension of απομνημόνευμα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | απομνημόνευμα • | απομνημονεύματα • |
genitive | απομνημονεύματος • | απομνημονευμάτων • |
accusative | απομνημόνευμα • | απομνημονεύματα • |
vocative | απομνημόνευμα • | απομνημονεύματα • |
Related terms
[edit]- see: απομνημονεύω (apomnimonévo, “to memorise”)
Further reading
[edit]- Απομνημονεύματα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απομνημόνευμα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language