απομαγνητοφωνήθηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]απομαγνητοφωνήθηκα • (apomagnitofoníthika)
- first-person singular simple past passive of απομαγνητοφωνούμαι (apomagnitofonoúmai), the passive of απομαγνητοφωνώ (apomagnitofonó)
απομαγνητοφωνήθηκα • (apomagnitofoníthika)