Jump to content

απολυτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απολυτός (apolytósm (feminine απολυτή, neuter απολυτό)

  1. untied, loose, free, unattached

Declension

[edit]
Declension of απολυτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απολυτός (apolytós) απολυτή (apolytí) απολυτό (apolytó) απολυτοί (apolytoí) απολυτές (apolytés) απολυτά (apolytá)
genitive απολυτού (apolytoú) απολυτής (apolytís) απολυτού (apolytoú) απολυτών (apolytón) απολυτών (apolytón) απολυτών (apolytón)
accusative απολυτό (apolytó) απολυτή (apolytí) απολυτό (apolytó) απολυτούς (apolytoús) απολυτές (apolytés) απολυτά (apolytá)
vocative απολυτέ (apolyté) απολυτή (apolytí) απολυτό (apolytó) απολυτοί (apolytoí) απολυτές (apolytés) απολυτά (apolytá)
[edit]