Jump to content

απολυτήριος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

απολύω (apolýo) +‎ -τήριος (-tírios).

Adjective

[edit]

απολυτήριος (apolytíriosm (feminine απολυτήρια, neuter απολυτήριο)

  1. final
    απολυτήριες εξετάσειςapolytíries exetáseisfinals; final exams
  2. (substantively) certificate of completion:
    1. discharge papers
    2. school completion certificate
      1. apolytirion (in Greece)
    3. release papers

Declension

[edit]
Declension of απολυτήριος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απολυτήριος (apolytírios) απολυτήρια (apolytíria) απολυτήριο (apolytírio) απολυτήριοι (apolytírioi) απολυτήριες (apolytíries) απολυτήρια (apolytíria)
genitive απολυτήριου (apolytíriou) απολυτήριας (apolytírias) απολυτήριου (apolytíriou) απολυτήριων (apolytírion) απολυτήριων (apolytírion) απολυτήριων (apolytírion)
accusative απολυτήριο (apolytírio) απολυτήρια (apolytíria) απολυτήριο (apolytírio) απολυτήριους (apolytírious) απολυτήριες (apolytíries) απολυτήρια (apolytíria)
vocative απολυτήριε (apolytírie) απολυτήρια (apolytíria) απολυτήριο (apolytírio) απολυτήριοι (apolytírioi) απολυτήριες (apolytíries) απολυτήρια (apolytíria)
[edit]

Further reading

[edit]