Jump to content

απολλώνιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απολλώνιος (apollóniosm (feminine απολλώνια, neuter απολλώνιο)

  1. apollonian

Declension

[edit]
Declension of απολλώνιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απολλώνιος (apollónios) απολλώνια (apollónia) απολλώνιο (apollónio) απολλώνιοι (apollónioi) απολλώνιες (apollónies) απολλώνια (apollónia)
genitive απολλώνιου (apollóniou) απολλώνιας (apollónias) απολλώνιου (apollóniou) απολλώνιων (apollónion) απολλώνιων (apollónion) απολλώνιων (apollónion)
accusative απολλώνιο (apollónio) απολλώνια (apollónia) απολλώνιο (apollónio) απολλώνιους (apollónious) απολλώνιες (apollónies) απολλώνια (apollónia)
vocative απολλώνιε (apollónie) απολλώνια (apollónia) απολλώνιο (apollónio) απολλώνιοι (apollónioi) απολλώνιες (apollónies) απολλώνια (apollónia)
[edit]

Further reading

[edit]