Jump to content

απολλαπλασίαστος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απολλαπλασίαστος (apollaplasíastosm (feminine απολλαπλασίαστη, neuter απολλαπλασίαστο)

  1. unmultipliable
    Antonym: πολλαπλασιαστέος (pollaplasiastéos)

Declension

[edit]
Declension of απολλαπλασίαστος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απολλαπλασίαστος (apollaplasíastos) απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) απολλαπλασίαστοι (apollaplasíastoi) απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta)
genitive απολλαπλασίαστου (apollaplasíastou) απολλαπλασίαστης (apollaplasíastis) απολλαπλασίαστου (apollaplasíastou) απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston) απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston) απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston)
accusative απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) απολλαπλασίαστους (apollaplasíastous) απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta)
vocative απολλαπλασίαστε (apollaplasíaste) απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) απολλαπλασίαστοι (apollaplasíastoi) απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta)
[edit]