απολλαπλασίαστος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]απολλαπλασίαστος • (apollaplasíastos) m (feminine απολλαπλασίαστη, neuter απολλαπλασίαστο)
- unmultipliable
- Antonym: πολλαπλασιαστέος (pollaplasiastéos)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | απολλαπλασίαστος (apollaplasíastos) | απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) | απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) | απολλαπλασίαστοι (apollaplasíastoi) | απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) | απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta) | |
genitive | απολλαπλασίαστου (apollaplasíastou) | απολλαπλασίαστης (apollaplasíastis) | απολλαπλασίαστου (apollaplasíastou) | απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston) | απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston) | απολλαπλασίαστων (apollaplasíaston) | |
accusative | απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) | απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) | απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) | απολλαπλασίαστους (apollaplasíastous) | απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) | απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta) | |
vocative | απολλαπλασίαστε (apollaplasíaste) | απολλαπλασίαστη (apollaplasíasti) | απολλαπλασίαστο (apollaplasíasto) | απολλαπλασίαστοι (apollaplasíastoi) | απολλαπλασίαστες (apollaplasíastes) | απολλαπλασίαστα (apollaplasíasta) |
Related terms
[edit]- see: πολλαπλασιάζω (pollaplasiázo, “to multiply”)