απολιτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Alternative forms
[edit]- απολίτικος (apolítikos)
Adjective
[edit]απολιτικός • (apolitikós) m (feminine απολιτική, neuter αντιπολιτικό)
- apolitical
- Antonym: πολιτικοποιημένος (politikopoiiménos)
Declension
[edit]Declension of απολιτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιπολιτικός • | αντιπολιτική • | αντιπολιτικό • | αντιπολιτικοί • | αντιπολιτικές • | αντιπολιτικά • |
genitive | αντιπολιτικού • | αντιπολιτικής • | αντιπολιτικού • | αντιπολιτικών • | αντιπολιτικών • | αντιπολιτικών • |
accusative | αντιπολιτικό • | αντιπολιτική • | αντιπολιτικό • | αντιπολιτικούς • | αντιπολιτικές • | αντιπολιτικά • |
vocative | αντιπολιτικέ • | αντιπολιτική • | αντιπολιτικό • | αντιπολιτικοί • | αντιπολιτικές • | αντιπολιτικά • |
Related terms
[edit]- αντιπολιτικός (antipolitikós, “unpolitical”, adjective)
- and see: πολιτική f (politikí, “politics”)
Further reading
[edit]- πολιτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απολιτικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language