Jump to content

απολαυστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

απολαυστικός (apolafstikósm (feminine απολαυστική, neuter απολαυστικό)

  1. enjoyable, pleasurable

Declension

[edit]
Declension of απολαυστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative απολαυστικός (apolafstikós) απολαυστική (apolafstikí) απολαυστικό (apolafstikó) απολαυστικοί (apolafstikoí) απολαυστικές (apolafstikés) απολαυστικά (apolafstiká)
genitive απολαυστικού (apolafstikoú) απολαυστικής (apolafstikís) απολαυστικού (apolafstikoú) απολαυστικών (apolafstikón) απολαυστικών (apolafstikón) απολαυστικών (apolafstikón)
accusative απολαυστικό (apolafstikó) απολαυστική (apolafstikí) απολαυστικό (apolafstikó) απολαυστικούς (apolafstikoús) απολαυστικές (apolafstikés) απολαυστικά (apolafstiká)
vocative απολαυστικέ (apolafstiké) απολαυστική (apolafstikí) απολαυστικό (apolafstikó) απολαυστικοί (apolafstikoí) απολαυστικές (apolafstikés) απολαυστικά (apolafstiká)
[edit]

Further reading

[edit]