Jump to content

απολίπανση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

απολίπανση (apolípansif (plural απολιπάνσεις)

  1. degreasing, the removal of oil, fat, etc

Declension

[edit]
Declension of απολίπανση
singular plural
nominative απολίπανση (apolípansi) απολιπάνσεις (apolipánseis)
genitive απολίπανσης (apolípansis) απολιπάνσεων (apolipánseon)
accusative απολίπανση (apolípansi) απολιπάνσεις (apolipánseis)
vocative απολίπανση (apolípansi) απολιπάνσεις (apolipánseis)

Older or formal genitive singular: απολιπάνσεως (apolipánseos)

[edit]

Further reading

[edit]