απολίθωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]απολίθωση • (apolíthosi) f (plural απολιθώσεις)
- fossilisation (UK), fossilization (US); petrification
Declension
[edit]Declension of απολίθωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | απολίθωση • | απολιθώσεις • | |
genitive | απολίθωσης • | απολιθώσεων • | |
accusative | απολίθωση • | απολιθώσεις • | |
vocative | απολίθωση • | απολιθώσεις • | |
Older or formal genitive singular: απολιθώσεως • |
Related terms
[edit]- see: απολίθωμα n (apolíthoma, “fossil”)
Further reading
[edit]- Απολίθωμα on the Greek Wikipedia.Wikipedia el
- απολίθωση, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language