Jump to content

αποκτηνωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκτηνωτικός (apoktinotikósm (feminine αποκτηνωτική, neuter αποκτηνωτικό)

  1. brutalising (UK), brutalizing (US)

Declension

[edit]
Declension of αποκτηνωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκτηνωτικός (apoktinotikós) αποκτηνωτική (apoktinotikí) αποκτηνωτικό (apoktinotikó) αποκτηνωτικοί (apoktinotikoí) αποκτηνωτικές (apoktinotikés) αποκτηνωτικά (apoktinotiká)
genitive αποκτηνωτικού (apoktinotikoú) αποκτηνωτικής (apoktinotikís) αποκτηνωτικού (apoktinotikoú) αποκτηνωτικών (apoktinotikón) αποκτηνωτικών (apoktinotikón) αποκτηνωτικών (apoktinotikón)
accusative αποκτηνωτικό (apoktinotikó) αποκτηνωτική (apoktinotikí) αποκτηνωτικό (apoktinotikó) αποκτηνωτικούς (apoktinotikoús) αποκτηνωτικές (apoktinotikés) αποκτηνωτικά (apoktinotiká)
vocative αποκτηνωτικέ (apoktinotiké) αποκτηνωτική (apoktinotikí) αποκτηνωτικό (apoktinotikó) αποκτηνωτικοί (apoktinotikoí) αποκτηνωτικές (apoktinotikés) αποκτηνωτικά (apoktinotiká)
[edit]