αποκτήνωση
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποκτήνωση • (apoktínosi) f (plural αποκτηνώσεις)
- brutalisation, dehumanisation (UK), brutalization, dehumanization (US)
- degradation
Declension
[edit]Declension of αποκτήνωση
singular | plural | ||
---|---|---|---|
nominative | αποκτήνωση • | αποκτηνώσεις • | |
genitive | αποκτήνωσης • | αποκτηνώσεων • | |
accusative | αποκτήνωση • | αποκτηνώσεις • | |
vocative | αποκτήνωση • | αποκτηνώσεις • | |
Older or formal genitive singular: αποκτηνώσεως • |
Related terms
[edit]- see: αποκτηνώνω (apoktinóno, “to brutalise”) and κτήνος m (ktínos, “animal”)