αποκοσκινίδια
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αποκοσκινίδια • (apokoskinídia) n pl
Declension
[edit] αποκοσκινίδια
case \ number | plural |
---|---|
nominative | αποκοσκινίδια • |
genitive | αποκοσκινιδιών • |
accusative | αποκοσκινίδια • |
vocative | αποκοσκινίδια • |