Jump to content

αποκορυφούμενος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκορυφούμενος (apokoryfoúmenosm (feminine αποκορυφούμενη, neuter αποκορυφούμενο)

  1. climactic, culminating

Declension

[edit]
Declension of αποκορυφούμενος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκορυφούμενος (apokoryfoúmenos) αποκορυφούμενη (apokoryfoúmeni) αποκορυφούμενο (apokoryfoúmeno) αποκορυφούμενοι (apokoryfoúmenoi) αποκορυφούμενες (apokoryfoúmenes) αποκορυφούμενα (apokoryfoúmena)
genitive αποκορυφούμενου (apokoryfoúmenou) αποκορυφούμενης (apokoryfoúmenis) αποκορυφούμενου (apokoryfoúmenou) αποκορυφούμενων (apokoryfoúmenon) αποκορυφούμενων (apokoryfoúmenon) αποκορυφούμενων (apokoryfoúmenon)
accusative αποκορυφούμενο (apokoryfoúmeno) αποκορυφούμενη (apokoryfoúmeni) αποκορυφούμενο (apokoryfoúmeno) αποκορυφούμενους (apokoryfoúmenous) αποκορυφούμενες (apokoryfoúmenes) αποκορυφούμενα (apokoryfoúmena)
vocative αποκορυφούμενε (apokoryfoúmene) αποκορυφούμενη (apokoryfoúmeni) αποκορυφούμενο (apokoryfoúmeno) αποκορυφούμενοι (apokoryfoúmenoi) αποκορυφούμενες (apokoryfoúmenes) αποκορυφούμενα (apokoryfoúmena)
[edit]