Jump to content

αποκληρωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκληρωτικός (apoklirotikósm (feminine αποκληρωτική, neuter αποκληρωτικό)

  1. relating to disinheritance

Declension

[edit]
Declension of αποκληρωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκληρωτικός (apoklirotikós) αποκληρωτική (apoklirotikí) αποκληρωτικό (apoklirotikó) αποκληρωτικοί (apoklirotikoí) αποκληρωτικές (apoklirotikés) αποκληρωτικά (apoklirotiká)
genitive αποκληρωτικού (apoklirotikoú) αποκληρωτικής (apoklirotikís) αποκληρωτικού (apoklirotikoú) αποκληρωτικών (apoklirotikón) αποκληρωτικών (apoklirotikón) αποκληρωτικών (apoklirotikón)
accusative αποκληρωτικό (apoklirotikó) αποκληρωτική (apoklirotikí) αποκληρωτικό (apoklirotikó) αποκληρωτικούς (apoklirotikoús) αποκληρωτικές (apoklirotikés) αποκληρωτικά (apoklirotiká)
vocative αποκληρωτικέ (apoklirotiké) αποκληρωτική (apoklirotikí) αποκληρωτικό (apoklirotikó) αποκληρωτικοί (apoklirotikoí) αποκληρωτικές (apoklirotikés) αποκληρωτικά (apoklirotiká)
[edit]