Jump to content

αποκλειστική

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκλειστική (apokleistikí)

  1. nominative/accusative/vocative feminine singular of αποκλειστικός (apokleistikós)

Noun

[edit]

αποκλειστική (apokleistikíf (plural αποκλειστικές)

  1. private nurse

Declension

[edit]
Declension of αποκλειστική
singular plural
nominative αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικές (apokleistikés)
genitive αποκλειστικής (apokleistikís) αποκλειστικών (apokleistikón)
accusative αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικές (apokleistikés)
vocative αποκλειστική (apokleistikí) αποκλειστικές (apokleistikés)