Jump to content

αποκαρδιωμένος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Perfect participle of αποκαρδιώνομαι (apokardiónomai), passive voice of αποκαρδιώνω (apokardióno, I discourage)

Adjective

[edit]

αποκαρδιωμένος (apokardioménosm (feminine αποκαρδιωμένη, neuter αποκαρδιωμένο)

  1. discouraged, disheartened, disconsolate
    Synonym: αποθαρρυμένος (apotharryménos)

Declension

[edit]
Declension of αποκαρδιωμένος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκαρδιωμένος (apokardioménos) αποκαρδιωμένη (apokardioméni) αποκαρδιωμένο (apokardioméno) αποκαρδιωμένοι (apokardioménoi) αποκαρδιωμένες (apokardioménes) αποκαρδιωμένα (apokardioména)
genitive αποκαρδιωμένου (apokardioménou) αποκαρδιωμένης (apokardioménis) αποκαρδιωμένου (apokardioménou) αποκαρδιωμένων (apokardioménon) αποκαρδιωμένων (apokardioménon) αποκαρδιωμένων (apokardioménon)
accusative αποκαρδιωμένο (apokardioméno) αποκαρδιωμένη (apokardioméni) αποκαρδιωμένο (apokardioméno) αποκαρδιωμένους (apokardioménous) αποκαρδιωμένες (apokardioménes) αποκαρδιωμένα (apokardioména)
vocative αποκαρδιωμένε (apokardioméne) αποκαρδιωμένη (apokardioméni) αποκαρδιωμένο (apokardioméno) αποκαρδιωμένοι (apokardioménoi) αποκαρδιωμένες (apokardioménes) αποκαρδιωμένα (apokardioména)