Jump to content

αποκαλυπτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποκαλυπτικός (apokalyptikósm (feminine αποκαλυπτική, neuter αποκαλυπτικό)

  1. revealing, disclosing

Declension

[edit]
Declension of αποκαλυπτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποκαλυπτικός (apokalyptikós) αποκαλυπτική (apokalyptikí) αποκαλυπτικό (apokalyptikó) αποκαλυπτικοί (apokalyptikoí) αποκαλυπτικές (apokalyptikés) αποκαλυπτικά (apokalyptiká)
genitive αποκαλυπτικού (apokalyptikoú) αποκαλυπτικής (apokalyptikís) αποκαλυπτικού (apokalyptikoú) αποκαλυπτικών (apokalyptikón) αποκαλυπτικών (apokalyptikón) αποκαλυπτικών (apokalyptikón)
accusative αποκαλυπτικό (apokalyptikó) αποκαλυπτική (apokalyptikí) αποκαλυπτικό (apokalyptikó) αποκαλυπτικούς (apokalyptikoús) αποκαλυπτικές (apokalyptikés) αποκαλυπτικά (apokalyptiká)
vocative αποκαλυπτικέ (apokalyptiké) αποκαλυπτική (apokalyptikí) αποκαλυπτικό (apokalyptikó) αποκαλυπτικοί (apokalyptikoí) αποκαλυπτικές (apokalyptikés) αποκαλυπτικά (apokalyptiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποκαλυπτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποκαλυπτικός, etc.)

[edit]