Jump to content

αποθηκευτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποθηκευτικός (apothikeftikósm (feminine αποθηκευτική, neuter αποθηκευτικό)

  1. relating to or describing storage, warehouses, warehousing, etc
    αποθηκευτικός χώροςapothikeftikós chórosstoarge space

Declension

[edit]
Declension of αποθηκευτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποθηκευτικός (apothikeftikós) αποθηκευτική (apothikeftikí) αποθηκευτικό (apothikeftikó) αποθηκευτικοί (apothikeftikoí) αποθηκευτικές (apothikeftikés) αποθηκευτικά (apothikeftiká)
genitive αποθηκευτικού (apothikeftikoú) αποθηκευτικής (apothikeftikís) αποθηκευτικού (apothikeftikoú) αποθηκευτικών (apothikeftikón) αποθηκευτικών (apothikeftikón) αποθηκευτικών (apothikeftikón)
accusative αποθηκευτικό (apothikeftikó) αποθηκευτική (apothikeftikí) αποθηκευτικό (apothikeftikó) αποθηκευτικούς (apothikeftikoús) αποθηκευτικές (apothikeftikés) αποθηκευτικά (apothikeftiká)
vocative αποθηκευτικέ (apothikeftiké) αποθηκευτική (apothikeftikí) αποθηκευτικό (apothikeftikó) αποθηκευτικοί (apothikeftikoí) αποθηκευτικές (apothikeftikés) αποθηκευτικά (apothikeftiká)
[edit]