Jump to content

αποθεωτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αποθεωτικός (apotheotikósm (feminine αποθεωτική, neuter αποθεωτικό)

  1. triumphant, glorifying
  2. ecstatic, enthusiastic

Declension

[edit]
Declension of αποθεωτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αποθεωτικός (apotheotikós) αποθεωτική (apotheotikí) αποθεωτικό (apotheotikó) αποθεωτικοί (apotheotikoí) αποθεωτικές (apotheotikés) αποθεωτικά (apotheotiká)
genitive αποθεωτικού (apotheotikoú) αποθεωτικής (apotheotikís) αποθεωτικού (apotheotikoú) αποθεωτικών (apotheotikón) αποθεωτικών (apotheotikón) αποθεωτικών (apotheotikón)
accusative αποθεωτικό (apotheotikó) αποθεωτική (apotheotikí) αποθεωτικό (apotheotikó) αποθεωτικούς (apotheotikoús) αποθεωτικές (apotheotikés) αποθεωτικά (apotheotiká)
vocative αποθεωτικέ (apotheotiké) αποθεωτική (apotheotikí) αποθεωτικό (apotheotikó) αποθεωτικοί (apotheotikoí) αποθεωτικές (apotheotikés) αποθεωτικά (apotheotiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποθεωτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποθεωτικός, etc.)

[edit]