αποθεωτικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αποθεωτικός • (apotheotikós) m (feminine αποθεωτική, neuter αποθεωτικό)
Declension
[edit]Declension of αποθεωτικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αποθεωτικός • | αποθεωτική • | αποθεωτικό • | αποθεωτικοί • | αποθεωτικές • | αποθεωτικά • |
genitive | αποθεωτικού • | αποθεωτικής • | αποθεωτικού • | αποθεωτικών • | αποθεωτικών • | αποθεωτικών • |
accusative | αποθεωτικό • | αποθεωτική • | αποθεωτικό • | αποθεωτικούς • | αποθεωτικές • | αποθεωτικά • |
vocative | αποθεωτικέ • | αποθεωτική • | αποθεωτικό • | αποθεωτικοί • | αποθεωτικές • | αποθεωτικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποθεωτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποθεωτικός, etc.) |
Related terms
[edit]- see: αποθεώνω (apotheóno, “I deify”)